- ανατριχιαστικές
- η , ό[ν] жуткий, ужасный, страшный; приводящий в содрогание;
ανατριχιαστικέςό θέαμα — жуткое, ужасное зрелище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανατριχιαστικέςό θέαμα — жуткое, ужасное зрелище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Χίμλερ, Χάινριχ — (Himmler, 1900 – 1945). Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής, αρχηγός των Ες Ες και της Γκεστάπο. Σπούδασε αγρονόμος στο Μόναχο, στην εκεί τεχνική σχολή και πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ως στρατιώτης του Βαβαρικού πεζικού. Το 1919 ασπάστηκε τα… … Dictionary of Greek